χαχόλος

χαχόλος
ο
1. Ρώσος.
2. χαχόλικος, άνθρωπος μεγαλόσωμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαχόλος — ο, Ν χωριάτης, άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. hohol] …   Dictionary of Greek

  • χαχόλικος — η, ο, Ν [χαχόλος] 1. (για πρόσ.) μαντραχαλάς, κρεμανταλάς 2. (κατ επέκτ.) (για πράγμ.) χωριάτικος, χοντροκομμένος, άκομψος, άχαρος. επίρρ... χαχόλικα Ν με χαχόλικο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”